- λειτουργικός
- λειτουργικόςofmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λειτουργικός — ή, ό(ν) (AM λειτουργικός, ή, όν, Α και λειτουργιακός, ή, όν) [λειτουργός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Θεία Λειτουργία ή χρησιμοποιείται κατά τις τελετές τής λατρείας («τα λειτουργικά σκεύη») 2. το θηλ. ως ουσ. η λειτουργική το μάθημα ή ο … Dictionary of Greek
λειτουργικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με τη λειτουργία: Λειτουργική διαταραχή. 2. (εκκλησ.), αυτός που έχει σχέση με τη θεία λειτουργία: Λειτουργικά βιβλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λειτουργικά — λειτουργικός of neut nom/voc/acc pl λειτουργικά̱ , λειτουργικός of fem nom/voc/acc dual λειτουργικά̱ , λειτουργικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειτουργικῶν — λειτουργικός of fem gen pl λειτουργικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειτουργικόν — λειτουργικός of masc acc sg λειτουργικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειτουργικαῖς — λειτουργικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειτουργικαί — λειτουργικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειτουργικοῖς — λειτουργικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειτουργικοῦ — λειτουργικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειτουργικῆς — λειτουργικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)